- ἀργυρέῳ
- ἀργύρεοςof silvermasc/neut dat sg (epic)ἀργύρεοςof silvermasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀργυρέωι — ἀργυρέῳ , ἀργύρεος of silver masc/neut dat sg (epic) ἀργυρέῳ , ἀργύρεος of silver masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρνώ — κιρνῶ, άω και κίρνημι (AM) 1. αναμιγνύω κρασί με νερό («ἡ δὲ τρίτη κρητῆρι μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα ἡδὺν ἐν ἀργυρέῳ», Ομ. Οδ.) 2. (μεσοπαθ.) κιρνῶμαι, άομαι ενώνομαι, ενοποιούμαι μσν. κερνώ αρχ. 1. μτφ. μετριάζω («βουλόμενοι δὲ μαλάττειν καὶ κιρνᾶν … Dictionary of Greek